Υπερθυρεοειδισμός
O Δρ Τάσος Βαρθολομαίος είναι Ιατρός-Ομοιοπαθητικός μετεκπαιδευμένος στην Παθολογια του Θυρεοειδους

Πρόκειται για μια λειτουργική διαταραχή του θυρεοειδή κατά την οποία αυτός υπερλειτουργείου. Ο θυρεοειδής μπορεί μορφολογικά να είναι φυσιολογικός ή διογκωμένος.Πολλές ασθένειες προκαλούν υπερθυρεοειδισμό, όπως επίσης και η χρήση διαφόρων φαρμάκων. Η πιο συχνή και σημαντική είναι η νόσος του Graves, η οποία οφείλεται σε αυτοάνοση διαταραχή.Συμπτώματα όπως αδυνάτισμα παρά την αυξημένη όρεξη και την πρόσληψη τροφής, αυξημένη αίσθηση ζέστης, εύκολη κόπωση, ατροφία μυών, νεύρα, αϋπνίες, ταχυκαρδία, τρεμούλες, δυσκολία στη σύλληψη στη γυναίκα, σεξουαλικά προβλήματα , διαταραχές του εντέρου είναι μερικά από τα συμπτώματα για τα οποία μπορεί να παραπονιέται ο άρρωστος.Tα μάτια αρκετές φορές είναι λαμπερά, αγριωπά και προτεταμένα,λογω οπισθοβολβικού οιδήματος.

Ο υπερθυρεοειδισμός είναι η κατάσταση κατά την οποία ο θυρεοειδής αδένας εκκρίνει υπερβολικές ποσότητες θυρεοειδικών ορμονών. Τα συμπτώματα του υπερθυρεοειδισμού ποικίλλουν από ασθενή σε ασθενή, ωστόσο τις περισσότερες φορές περιλαμβάνουν ευερεθιστότητα και νευρικότητα, μυϊκή αδυναμία, διαταραχές του ύπνου, ταχυκαρδία, δυσανεξία στη ζέστη, διάρροια, διόγκωση του θυρεοειδή, απότομη απώλεια βάρους.
Ο υπερθυρεοειδισμός δεν έχει πάντα την ίδια αιτία. Πολλές ασθένειες, καθώς και η κατανάλωση κάποιων φαρμάκων, ευθύνονται για την εμφάνιση του. Η κύρια αιτία είναι η νόσος του Graves η οποία προκαλείται από αυτοάνοση απόκριση, και ευθύνεται για περίπου το 70% των συνολικών περιστατικών υπερθυρεοειδισμού. Η δεύτερη σημαντικότερη αιτία είναι η οζώδης τοξική βρογχοκήλη κατά την οποία αναπτύσσονται στο αδένα ένας οι περισσότεροι όζοι που παράγουν θυρεοειδικές ορμόνες ανεξέλεγκτα. Μικρότερης έκτασης αιτίες είναι η οζώδης βρογχοκήλη, η θυρεοειδίτιδα, το αδένωμα υπόφυσης, η υπερβολική λήψη ιωδίου από τη διατροφή, η λήψη συνθετικών θυρεοειδικών ορμονών.

Η διάγνωση του υπερθυρεοειδισμού γίνεται αρχικά με την καταγραφή των συμπτωμάτων και την παρατήρηση του ασθενή, ενώ επιβεβαιώνεται με αιματολογικές εξετάσεις. Εκεί διαπιστώνεται η χαμηλή τιμή της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης (TSH) και οι υψηλές τιμές της θυροξίνης (T4) ή της τριιωδωθυρονίνης (T3). Τη διάγνωση μπορεί να βοηθήσει το σπινθηρογράφημα θυρεοειδούς με ραδιενεργό τεχνήτιο και ο προσδιορισμός των αντισωμάτων υποδοχέων TSH (TSI). Λιγότερο μπορεί να βοηθήσει το υπερηχογράφημα θυρεοειδή.